Edessa, 2006.
(επιλογή από τη τελευταία συλλογή ΣΕ ΣΑΣ)
Μετάφραση: Αμίλιγια Μαϊστότοβα - Στογιάνοβσκα
(Translated in Greek by: Emilija Majstorova – Stojanovska
Translated in English by: Dijana Komlenac)
poetry from Sofija Grandakovska in Greek, English and Macedonian language
I.
ΑΡΑΓΕ ΥΠΑΡΧΕΙΣ;
Μου άγγιξες
όπως αγγίζει η προσευχή το καλόγερο
με ανοιχτό μυαλό για χαρές
με δυνατό κλάμα για τα ανθρώπινα βάσανα,
με θερμή καρδιά
Εσένα,
Θεέ μου, να σε δεχτεί
κι αν Θεέ μου το ξαναζητήσεις,
ξανά να σε δεχτεί.
Ας με αγγίξει τούτη η ανοιχτή καρδιά
όπως ο καθένας καλόγερος την νύχτα Εσένα δέχεται
και όπως Εσύ πάντα τον καθέναν από μας δέχεσαι
Εσύ Θεέ
πάντα το δέχεσαι,
τον καθένα από μας Εσύ τον έχεις.
Πόσοι είμαστε εμείς
που σ' εσένα το σπίτι ανοίξαμε
κάτω από την κρυφτή μας στέγη,
στο ιερό μας τόπο
σε δημιουργήσαμε;
Είμαστε πολλοί εμείς
που σε φωνάζουμε να έρθεις
είμαστε πολλοί εμείς
που δεν ξέρουμε ότι μέσα μας είσαι
χωρίς σώμα, πρόσωπο και χωρίς φωνή
μόνιμα μέσα μας
πάντα μαζί μας.
Ελάχιστοι είμαστε εμείς που ψιθυρίζουμε -
Άραγε υπάρχεις Θεέ μας;
Όχι, δεν υπάρχουν τέτοιοι μεταξύ μας,
γι' αυτό Θεέ, υπάρχεις σε όλους μας.
DO YOU EXIST?
You approached me
Like a prayer approaches a monk
With a mind open for joys
With an inundated weeping springing from human suffering,
With a warm heart
To receive You, God,
And if you want, God, again
And again to receive You.
Let that openness of my heart approach me
Like every monk receives You at night
And like You
Receive each of us
Always God,
You have each of us.
How many are we
Who have opened our home to You
Under our secretive roof
In our sacred place
We have created You?
We are many
Calling You to come,
We are many
Who don’t know You are with us
Bodiless, faceless, and voiceless
All the time with us
For good with us.
Few are we who whisper-
Do You exist, our Lord?
No, there aren’t such amongst us,
That is why, God, You are in all of us.
ПОСТОИШ ЛИ?
Ми пријде Ти
Како што молитва на калуѓер му приоѓа
Со отворен ум за радости мили
Со силен плач за страдања човечки,
Со топло срце
Тебе,
Господе, да те прими
И ако посакаш Господе пак,
И пак да те прими.
Нека ми пријде таа отвореност на срцето мое
Како што секој калуѓер во ноќта Тебе Те прима
И како што Ти секогаш секој од нас
Ти го примаш
Секогаш Господе,
Секој од нас Ти го имаш.
Колкумина сме ние
Кои тебе дом сме ти отвориле
Под нашиот скриен кров,
Во нашето свето место
Сме те створиле?
Многумина сме ние
Што те викаме да дојдеш,
Многумина сме ние
Што не знаеме дека си во нас
Без тело, лик и без глас
Постојано во нас
Засекогаш со нас.
Малкумина сме ние кои шепотиме –
Постоиш ли, Господе наш?
Не, нема такви меѓу нас,
Затоа Господе, Те има во сите нас.
II.
Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ
Μπορώ να φανταστώ τα παν:
φουρτούνες κάτω τα καλντερίμια σου
ξερά φύλλα στις στέγες σου
και χίλια χρόνια θάλασσα
και πως γεννήθηκες
και τι βλέμμα θα κολλήσει στο θάνατό σου
και πόσοι πολεμιστές θα σε αφηγούνται
και πως θα είσαι στις αναμνήσεις των γερόντων
και πόσες ακόμα βαριές καμπάνες θα κρούουν για σένα
και πόσα δερμάτινα και θορυβώδη τύμπανα θα σε ανακηρύξουν
για αιώνιο
και όλα μπορώ να φανταστώ,
το μόνο που δεν μπορώ να φανταστώ -
να μη με συγχωρέσεις!
MY CITY
I can imagine everything:
Storms on your brick roads
Dry leaves above your rooftops
And thousand years of sea
And how you came to life
And what kind of look will cling to your death
And how many warriors will narrate you
And how memories will remember you
And how many more heavy bells will toll after you
And how many leathery and roaring drums will promulgate you timeless
And I can imagine everything-
Only I cannot –
If you don’t forgive me?
МОЈОТ ГРАД
Можам да замислам сè:
Бури под твоите калдрми
Суви лисја над твоите покриви
И илјада години море
И како си се родил
И каков поглед ќе се залепи на твојата смрт
И колку воини ќе те раскажуваат
И како ќе те паметат сеќавањата на старците
И уште колку тешки ѕвона ќе те отпеат
И колку кожени и бучни тапани ќе те прогласат за вечен,
И сè можам да замислам-
Само не можам –
ако не ми простиш?
III.
ΥΠΟΚΛΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Μπροστά μας και η ανάμνησή μας
υποκλίνεται
όταν η ανάσα τρυφερή εισδύετε στο
σώμα
κι όταν αυτό απομονώνεται παθιασμένα
κι όταν αυτή γεννιέται τρυφερά
κι όταν αυτή μεγαλόφωνα / φωναχτά περνά -
Θα υπάρχει άραγε χρόνος
ο, ανάμνησή μου,
η ανάσα και το σώμα ξανά να ενωθούν
παθιασμένα
σ' εμένα, σ' εσένα
και έτσι - φωναχτά;!
BOWING TO A MEMORY
Before us even our memory makes a bow
When a fragile breath circulates through the body
And when it secludes itself passionately
And when it is born tenderly
And when it passes by loudly –
Will there be time,
Oh, memory,
For the breath and the body to be again
Passionately joined
In me and you
And so – loudly?
ПОКЛОН НА СПОМЕНОТ
Пред нас и нашиот спомен прави поклон
Кога здивот кревок се вовлекува низ телото
И кога тоа се осамува страсно
И кога тој кревко се раѓа
И кога тој гласно проаѓа –
Ќе има ли време,
О, спомену,
За здивот и телото пак страсно
Да се спојат
Во мене и тебе
И онака – гласно?!
IV.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ξεντύνω την ψυχή μου
σιγά
όπως βγάζω το παλαιό παπούτσι μου από το δικό μου πόδι,
τρυφερά και σιγά
το αφήνω σε μια παλαιά και θαμμένη από τα μάτια των όλων
βαλίτσα,
το κλείνω
όπως κλείνω μπροστά στον κόσμο την καρδιά μου
που έχει τελειώσει όλα τα παλαιά αρχαίες ξεγυμνώματα της
Μπροστά στον κόσμο
η καρδιά μου
έχει ξαφνιάσει ακόμα και τα μυστικά της
και όλα τα μυστικά αυτά τα έχει θάψει σε ένα χώρο,
η καρδιά μου
Μπροστά στον κόσμο
έχει ξεχάσει όλες τις σκιές, δικές της και των άλλων,
όπως ξέχνιουνται τα ονόματα των προγόνων
που δεν τους είδαμε ποτέ,
που δεν τους ακούσαμε ποτέ να μας αφηγούνται κάτι
για το χυμό των ώριμων κερασιών την εποχή τους
και για το ομορφότερο κόκκινο χρώμα που το είχαν αυτά,
ενώ τις αφηγήσεις τους
τις φυλάμε σαν παλαιό μας τόπο κατοικίας
απλωμένο στην άνετή του φωλιά για πάντα
όπως ο νεκρός στη δική του μια για πάντα
την οποία κάποτε ο καθένας από μας θα την επισκεφθεί -
Και τότε
μήπως η ανάμνηση των ώριμων κερασιών ευθυμεί για τον άλλον
ότι αυτά είχαν το καλύτερο ζουμί και
αυτά φορούσαν το ομορφότερο κόκκινο χρώμα
σαν τον πύρινο ήλιο
που κυλιέται τρυφερά και σιγά
ώσπου διαρκεί το γδύσιμο της ψυχής του καθενός
μπροστά στον κόσμο;
Μπροστά στον κόσμο
έχει ξεχάσει όλα τα άλγη
και όλα τα άλγη
τα έχει αφήσει εκεί ποτέ και κανείς
να μη ξαναθυμηθεί
που και γιατί
υπήρχαν αυτά
Μπροστά στον κόσμο
έχει προκαλέσει και όλες τις χαρές που κάποιος
σιωπηλά ακόμα τις περιμένει να καταφθάσουν από κάπου
όπως κατάφθανε η κάθε μια καινούρια ημέρα
όπως πρέπει να πεθαίνει η κάθε παλαιά ημέρα
Μπροστά στον κόσμο
Πλέει μακριά στην μεγάλη της θάλασσα
και έχει ανοίξει την μεγάλη της θάλασσα
και κανείς δεν ξέρει πόσο βαθιά
όπως ο παππούς μου ο νεκρός στο τόπο
θαμμένος
- αλλά βαθιά και για πάντα
Αλλά για πάντα
σ΄αυτό το γδύσιμο της ψυχής του καθενός
σαν ελαφρό βήμα σε εναέριους δρόμους λευκούς
όπου ο περιπλανώμενος βγάζει φωνή σαν η καμπάνα ψυχή -
για σκέψου,
ξαφνιάστηκε και ο εαυτός του
και δεν έχει προσπεράσει ούτε το εαυτό του
όπως το θάνατο ο παππούς μου ο νεκρός
ένα μεσημέρι
μία μέρα ήταν
Μπροστά στα μάτια του κόσμου
στο πρόσωπο του κόσμου
όπως σιγά έρχεται κάθε καινούριος θάνατος
όπως σιγά πεθαίνει κάθε καινούρια γέννηση
όπως κάθε σοφή καρδιά ξέρει πως υπάρχει
για να παραψηθεί σαν ήλιο που κυλιέται τρυφερά και σιγά
στο γδύσιμο της ψυχής του
Μπροστά στον κόσμο:
Αυτός δεν έχει λησμονήσει τον εαυτό του
Αυτός δεν έχει εξαπατήσει τον εαυτό του
Αυτός παραδόθηκε στον καθένα
που
θέλει να κατάκτηση
βαθιά
σαν μεγαλύτερο πόθο
και σίγουρα
σαν τα αστέρια τον ουρανό
σαν ο ουρανός τα αστέρια
μια φορά
αυτό το παθιασμένο για πάντα παιχνίδι
σ΄αυτό το γδύσιμο της ψυχής του καθενός
- Μπροστά στον κόσμο.
STANDING BEFORE THE WORLD
I am stripping my soul
Slowly,
Like taking off an old shoe from a foot of mine,
Gently and quietly, and then
laying it into an old case stashed from the eyes
of all
Before the world, I open my heart just like I close it
Long time ago it had finished all its past strippings
Before the world
My heart
Has taken by surprise even all the secrets
And all its secrets (are) buried in one place
my heart
Before the world
It has forgotten all its and other people’s shadows
Just like we forget the names of ancestors
We have never even seen
We have never heard tell us
About the juice of the ripened cherries in their time
And the most brilliant red color they had once had
Yet these stories
We cherish like our old residence
Laid out in its cozy nest for all the times
That each of us will visit some time–
before the world
Shall then
The remembrance of the ripened cherries cry out for the other
That they had the most savory juice and
Were flaunting the most exquisite red color ever
Like the burning sun
That rolls gently and quietly
While the soul is stripping itself before the world?
Before the world
It has forgotten all its pains
And all its pains
It has put there so that never and no one
Remembers again
When and why
they existed once
Before the world
It has brought about all its joys
Whose arrival someone
Is still awaiting from somewhere
Just like every new day comes
And every old one should die - gently and quietly
Before the world
It has sailed off far into its big sea
And its big sea it has And no one knows how deep
Like my dead grandfather Lazarus in one place
Buried
- but never too deep
But forever,
In that soul stripping
Like a light step upon airy streets white
Whereupon a vagrant lets out a cry like a bell its soul –
Imagine,
It even did not surprise itself
Even itself it did not outrun
Like death my dead grandfather Lazarus
One noon
One day it was
Before the eyes of the world
In the face of the world
Like every new death slowly approaches
Like every new birth slowly dies
Like every wise heart knows it exists
To burn like a sun that rolls gently and quietly
Into the stripping of one’s soul
Before the world
He has not forgotten himself
He has not betrayed himself
He has rendered himself
the one
Who wants to overcome
deeply
Like the greatest dream
and surely
Like the rays in the sky
Like the stars in the sky
once
In that game passionate for all the times
In that stripping of one’s soul
Before the world
ПРЕД СВЕТОТ
Ја соблекувам душата своја
Полека,
Како што го соблекувам својот стар чевел од ногата своја,
Нежно и тивко
Го оставам во еден стар и закопан од очите на сите
куфер,
Го затворам
Како што го затворам пред светот срцето свое
Коешто веќе ги има завршено сите дамнешни соголувања свои
Пред светот
Срцето мое
Ги има изненадено дури и сите тајни
И сите свои тајни ги има закопано во место
срцето мое
Пред светот
Ги има заборавено сите свои и туѓи сенки
Како што се забораваат имињата на претците
Кои никогаш не сме ги виделе
Кои ниту еднаш не сме ги чуле да ни раскажат нешто
За сокот на зрелите црешни во нивното време
И за најубавата црвена боја која ја имале тие,
Но таквите раскажувања нивни
Ги чуваме како старо живеалиште свое
Спрострено во своето удобно легло за сите времиња
Кое некогаш ќе го посети секој еден од нас -
пред светот
Дали и тогаш
Сеќавањето за зрелите црешни ќе воскликне за другиот
Дека тие го имале најубавиот сок и
Со најубавата црвена боја ликувале тие
Како препечено сонце
Што се тркала нежно и тивко
Додека трае соблекувањето на душата своја
пред светот?
Пред светот
Ги има заборавено и сите свои болки
И сите свои болки
Ги има оставено таму за никогаш и никој
Не се сети повторно
Каде и зошто
постоеле тие
Пред светот
Ги има предизвикано и сите радости свои
кои сè уште
Некој тивко ги чека да пристигнат од некаде
Како што пристига секој нов ден
И како што треба да умира секој стар, полека и тивко
Пред светот
Го има запловено своето големо море далеку
И своето големо море го има отворено
И никој не знае колку длабоко
Како мојот мртов дедо Лазар во местото
Закопан
– но засекогаш и длабоко
Но засекогаш,
Во тоа свое соблекување на душата своја
Како лесен чекор по воздушни улици бели
Кадешто скитникот испушта глас како ѕвоното душа –
Замислете,
Се нема изненадено дури и себеси
И себеси се нема претекнато
Како смртта мојот мртов дедо
Едно пладне
Еден ден беше
Пред очите на светот
Во лицето на светот
Како што пополека надоаѓа секоја нова смрт
Како што полека умира секое раѓање ново
Како што секое умно срце знае дека постои
Да препече како сонце што се тркала нежно и тивко
Во соблекувањето на душата своја
Пред светот
:
Тој се нема заборавено себеси
Тој се нема изневерено себеси
Тој се има предадено секому
оној
Кој сака да освои
длабоко
Како најголема мечта
и сигурно
Како ѕвездите од небото
Како небото од ѕвездите
еднаш
Во таа страстна за сите времиња игра
Во тоа соголување свое на душата своја
Пред светот.
No comments:
Post a Comment